λαχύφλοιος

λαχύφλοιος
λᾰχύφλοιος, ον
A

, κάρυον Nic.Al.269

, expld. by Sch. ἐλάχιστον φλοιὸν ἔχοντος, as if it were ἐλαχύφλοιος, cf. λάχεια (vv. ll. δασύ-, ταχύ-, τασύ-φλοιος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαχύφλοιος — λαχύφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. λάχεια] …   Dictionary of Greek

  • λαχυφλοίοιο — λαχύφλοιος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”